γαλιφεύω

γαλιφεύω
[γαλίφης]
κολακεύω, καλοπιάνω με υστεροβουλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγαλίφιστος — και φευτος και φιαστος και φωτος, η, ο [γαλιφεύω] 1. αυτός που δεν ενδίδει σε ψευδοκολακείες (κν. γαλιφιές) 2. αυτός που δεν κολακεύτηκε …   Dictionary of Greek

  • γαλίφεμα — το [γαλιφεύω] καλόπιασμα, κολακεία …   Dictionary of Greek

  • γαλιφίζω — [γαλίφης] γαλιφεύω* …   Dictionary of Greek

  • μαλαγανεύω — [μαλαγάνα] καλοπιάνω κάποιον για να επιτύχω κάτι, κολακεύω κάποιον από συμφέρον, γαλιφεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”